-
1 προβόσκημα
A plate, dish, Ph.2.547.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβόσκημα
-
2 προβοσκίς
I elephant's trunk, Arist.PA 659a15, Phylarch. 36J., Plb.3.46.12, Agatharch.71, Str.15.1.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβοσκίς
-
3 προβοσκός
προβοσκ-ός, ὁ,A assistant herdsman, Hdt.1.113 (v.l. προβόσκων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβοσκός
-
4 хоботной
επ.1. προβοσκιδοφόρος.2. ουσ. -ые πλθ. τα ελεφαντιδή, τα προβοσκ ιδωτά.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий