-
1 πρόβολος
πρό-βολος, alles, was vorsteht od. vorgehalten wird, substant.; (a) ein vorspringender, vorragender Ort; (b) zum Schutz vorgehaltene Waffe, Schild, Speer, bes. Jagdspieß; übh. Schutz; τοῦ πολέμου, heißt eine feste Burg; Wehr, um Wasser abzuhalten -
2 πρό-βαλος
-
3 προ-βόλαιος
προ-βόλαιος, = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασϑαι.
См. также в других словарях:
πρόβολος — anything that projects masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… … Dictionary of Greek
μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… … Dictionary of Greek
προβόλοις — πρόβολος anything that projects masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλου — πρόβολος anything that projects masc gen sg προβέβουλα prefer pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) προβέβουλα prefer imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλους — πρόβολος anything that projects masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλων — πρόβολος anything that projects masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλῳ — πρόβολος anything that projects masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολοι — πρόβολος anything that projects masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολον — πρόβολος anything that projects masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek