-
1 πρό-βαλος
См. также в других словарях:
προβαλλός — shield masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβαλλός — και, κατά τον Φώτ., πρόβαλλος και, κατά τον Ησύχ., προβάλους, ὁ, Α καθετί που τοποθετείται μπροστά από κάποιον προκειμένου να τόν προστατεύσει και, κυρίως, η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βάλλω] … Dictionary of Greek