-
1 προβολαίσι
-
2 προβολαῖσι
-
3 προχοή
A outpouring, i.e. mouth, of a river,ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263
;ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453
;ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242
;ἐν προχοῇς.. Ὠκεανοῖο 20.65
;Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20
, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp. 1025 (lyr.), Ar.Nu. 272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr. 480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.);ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147
(Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127.2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.).3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι).------------------------------------προ-χόη (B), ἡ,A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.
См. также в других словарях:
προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)