Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προβολέας

См. также в других словарях:

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — ο 1. συσκευή που συγκεντρώνει το φως και το κατευθύνει: Οι προβολείς των πλοίων ανιχνεύουν τον ουρανό. 2. μηχάνημα προβολής ταινιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβολέας — προβολέᾱς , προβολεύς producer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεο(φωτο)προβολέας — ο, Ν (φωτ.) φωτογραφικός προβολέας κατάλληλος για τη στερεοσκοπική προβολή σε οθόνη ζεύγους φωτογραφιών μέσω έγχρωμων ηθμών ή φίλτρων πολώσεως …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • επιδιασκόπιο — το προβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi dia scope < επί + δια σκόπιο (< διασκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • προβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. προβολέας …   Dictionary of Greek

  • σκιοσκόπιο — το, Ν είδος φωτεινού προβολέα για τη μελέτη ακτινογραφικών πλακών, αλλ. ακτινογραφικός προβολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. skiascope (< σκιά + σκόπιο*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»