-
1 προβολέας
[проволэас] ουσ. а. прожектор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προβολέας
-
2 прожектор
-
3 проектор
ο προβολέας, το μηχάνημα προβολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проектор
-
4 прожектор
1. (осветительный прибор дальнего действия) о προβολέας 2. (электронная пушка электронно-лучевой трубки) το ηλεκτρο-νιοβόλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прожектор
-
5 фара
ο προβολέαςο φανός- ближнего света τα κοντινά φώτα, τα φώτα πορείας (πλ.)- дальнего света τα μακρινά φώτα, τα φώτα προβολής (πλ.)добавочная - τα συμπληρωματικά φώτα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фара
-
6 фильмоскоп
το ταινιοσκόπιο, το φιλμο-σκόπιοο προβολέας ταινιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фильмоскоп
-
7 юпитер
1. тех. о προβολέας 2. астр. о Δίας (πλανήτης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юпитер
-
8 прожектор
прожекторм ὁ προβολέας, ὁ προβο-λεΰς. -
9 юпитер
юпитерм тех. ὁ προβολέας [-εύς]. -
10 прожектор
[πραζέκταρ] ουσ. α. προβολέας -
11 прожектор
[πραζέκταρ] ουσ α προβολέας -
12 проектор
-а α.προβολέας κινηματογραφικής μηχανής. -
13 прожектор
-а α., πλθ. -екторы κ. -ектора προβολέας, καταγαυστήρας. -
14 распороть
ρ.σ.μ.1. ξηλώνω•распороть платье ξηλώνω το φόρεμα.
2. ξεσχίζω, κατασπαράζω•волк -ол брюхо овце ο λύκος ξέσχισε την κοιλιά της προβατίνας.
|| κόβω.3. μτφ. διακόπτω, (δια)ταράσσω• διαλύω•выстрел -ол тишину ο πυροβολισμός διατάραξε την ησυχία•
прожектор -ол мрак ο προβολέας διέλυσε το σκοτάδι.
ξηλώνομαι. -
15 юпитер
-а α.1. Ζευς, Δίας.2. ισχυρός ηλεκτρικός προβολέας.
См. также в других словарях:
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek
προβολέας — ο 1. συσκευή που συγκεντρώνει το φως και το κατευθύνει: Οι προβολείς των πλοίων ανιχνεύουν τον ουρανό. 2. μηχάνημα προβολής ταινιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολέας — προβολέᾱς , προβολεύς producer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεο(φωτο)προβολέας — ο, Ν (φωτ.) φωτογραφικός προβολέας κατάλληλος για τη στερεοσκοπική προβολή σε οθόνη ζεύγους φωτογραφιών μέσω έγχρωμων ηθμών ή φίλτρων πολώσεως … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
επιδιασκόπιο — το προβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi dia scope < επί + δια σκόπιο (< διασκοπώ)] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
προβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. προβολέας … Dictionary of Greek
σκιοσκόπιο — το, Ν είδος φωτεινού προβολέα για τη μελέτη ακτινογραφικών πλακών, αλλ. ακτινογραφικός προβολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. skiascope (< σκιά + σκόπιο*)] … Dictionary of Greek