-
1 προβλωσκω
(эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. πρόμολον, imper. πρόμολε, part. προμολών) выходить(θύραζε Hom.)
πρόμολ΄ ὧδε Hom. — выйди сюда -
2 προμολον
-
3 προμολων
См. также в других словарях:
προβλώσκω — Α (επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»] … Dictionary of Greek
πρόμολε — προβλώσκω go aor imperat act 2nd sg προβλώσκω go aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμολον — προβλώσκω go aor ind act 3rd pl (homeric ionic) προβλώσκω go aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλωσκέμεν — προβλώσκω go pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλώσκειν — προβλώσκω go pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολεῖν — προβλώσκω go aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολοῦσα — προβλώσκω go aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολοῦσαι — προβλώσκω go aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολοῦσαν — προβλώσκω go aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολοῦσιν — προβλώσκω go aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμολῇ — προβλώσκω go fut ind mid 2nd sg προμολή approach fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)