-
1 προβλέπω
[провлэпо] р. предусматривать. Предвидеть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προβλέπω
-
2 предсказывать
προβλέπω, προλέγω, προ μαντεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предсказывать
-
3 предусмотреть
προβλέπω, προνοώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предусмотреть
-
4 прогнозировать
προβλέπω, κάνω πρόγνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогнозировать
-
5 предвидеть
ρ.δ.μ. προβλέπω, προγιγνώσκω, προνοώ, προορώ•предвидеть неудачу προβλέπω την αποτυχία• -.будущее προβλέπω το μέλλον.
προβλέπομαι αναμένομαι•-ится жаркий день προβλέπεται ζεστή μέρα.
-
6 предусмотреть
ρ.σ.μ. προβλέπω• προνοώ•все возможности προβλέπω όλες τις δυνατότητες (ή ενδεχόμενα)•
предусмотреть неприятные последствия προβλέπω τις δυσάρεστες συνέπειες.
-
7 предвидеть
-
8 предусматривать
-
9 угадать
угадать, угадывать 1) μαντεύω 2) (предвидеть ) προβλέπω* * *= угадывать1) μαντεύω2) ( предвидеть) προβλέπω -
10 провидеть
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) προβλέπω, προνοώ•провидеть будущее προβλέπω το μέλλον.
-
11 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
12 предвидение
η πρόβλεψη, η πρόγνωση-ть προβλέπω, προορώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предвидение
-
13 предполагать
1. (догадываться, судить предварительно) υποθέτω, θεωρώ, πιθανολογώ 2. (иметь своим условием, предпосылкой) προϋποθέτω, προβλέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предполагать
-
14 оговаривать
оговариватьнесов, оговорить сов1. (оклеветать) συκοφαντώ, διαβάλλω·2. (заранее устанавливать) θέτω ἀπό, προβλέπω. -
15 предвидеть
предвид||етьнесов προβλέπω, προμαντεύω. -
16 предвосхитить
предвосхититьсов, предвосхищать несов προλαβαίνω, προλαμβάνω, προβλέπω. -
17 предугадать
предугадатьсов, предугадывать несов προμαντεύω / προβλέπω (предвидеть). -
18 предусматривать
предусматриватьнесов, предусмотреть сов προβλέπω, προνοώ:закон этого не предусматривает ἀυτό δέν τό προβλέπει ὁ νόμος· все заранее предусмотреть προνοώ γιά ὅλα -
19 напророчить
ρ.σ.μ.1. βλ. пророчить.2. προβλέπω, προμαντεύω•он точно -ил снег αυτός με ακρίβεια πρόβλεψε χιόνι.
-
20 пред...
пред... 1κ. предъ (πρόθεμα).1. Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων αντιστοιχεί με το δικό μας – προ...: «предвидеть» – προβλέπω, «предсказать» – προλέγω.2. το ίδιο και για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. предбанник, преддверие• предвоенный, предпраздничный.пред... 2πρώτο συνθετικό των λέξεων από τη λ. председатель – πρόεδρος: предколхоза, предгорисполкома.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προβλέπω — προβλέπω, πρόβλεψα και προέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: προβλέπω : με την έννοια της πρόβλεψης μελλοντικού γεγονότος απαντάται (σπάνια) και ο αόριστος προείδα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προβλέπω — foresee pres subj act 1st sg προβλέπω foresee pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέπω — ΝΜΑ 1. βλέπω κάτι προτού συμβεί, προαισθάνομαι, προμαντεύω («προβλέπεται αυξημένη παραγωγή εσπεριδοειδών») 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, κανονίζω, ρυθμίζω κάτι εκ τών προτέρων (α. «είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και λογιάζει», Ερωτόκρ. β. «οι… … Dictionary of Greek
προβλέπω — πρόβλεψα και προείδα, προβλέφτηκα 1. βλέπω κάτι πριν να γίνει, προϋπολογίζω, προμαντεύω, προαισθάνομαι: Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος (Καβάφης). 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, ρυθμίζω από πριν:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβλέπετε — προβλέπω foresee pres imperat act 2nd pl προβλέπω foresee pres ind act 2nd pl προβλέπω foresee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέπῃ — προβλέπω foresee pres subj mp 2nd sg προβλέπω foresee pres ind mp 2nd sg προβλέπω foresee pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέπει — προβλέπω foresee pres ind mp 2nd sg προβλέπω foresee pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέποντα — προβλέπω foresee pres part act neut nom/voc/acc pl προβλέπω foresee pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέπουσι — προβλέπω foresee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβλέπω foresee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλέψαι — προβλέπω foresee aor inf act προβλέψαῑ , προβλέπω foresee aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβλεπε — προβλέπω foresee pres imperat act 2nd sg προβλέπω foresee imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)