Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προβλέπω

См. также в других словарях:

  • προβλέπω — προβλέπω, πρόβλεψα και προέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: προβλέπω : με την έννοια της πρόβλεψης μελλοντικού γεγονότος απαντάται (σπάνια) και ο αόριστος προείδα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προβλέπω — foresee pres subj act 1st sg προβλέπω foresee pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέπω — ΝΜΑ 1. βλέπω κάτι προτού συμβεί, προαισθάνομαι, προμαντεύω («προβλέπεται αυξημένη παραγωγή εσπεριδοειδών») 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, κανονίζω, ρυθμίζω κάτι εκ τών προτέρων (α. «είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και λογιάζει», Ερωτόκρ. β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • προβλέπω — πρόβλεψα και προείδα, προβλέφτηκα 1. βλέπω κάτι πριν να γίνει, προϋπολογίζω, προμαντεύω, προαισθάνομαι: Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος (Καβάφης). 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, ρυθμίζω από πριν:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβλέπετε — προβλέπω foresee pres imperat act 2nd pl προβλέπω foresee pres ind act 2nd pl προβλέπω foresee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέπῃ — προβλέπω foresee pres subj mp 2nd sg προβλέπω foresee pres ind mp 2nd sg προβλέπω foresee pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέπει — προβλέπω foresee pres ind mp 2nd sg προβλέπω foresee pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέποντα — προβλέπω foresee pres part act neut nom/voc/acc pl προβλέπω foresee pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέπουσι — προβλέπω foresee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προβλέπω foresee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλέψαι — προβλέπω foresee aor inf act προβλέψαῑ , προβλέπω foresee aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβλεπε — προβλέπω foresee pres imperat act 2nd sg προβλέπω foresee imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»