-
1 προβατο-χίτων
προβατο-χίτων, ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.
См. также в других словарях:
οιοχίτων — (I) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο χίτων)]. (II) οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» +… … Dictionary of Greek
νεβροχίτων — νεβροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο χίτων, προβατο χίτων)] … Dictionary of Greek