-
1 προβατείαι
-
2 προβατεῖαι
См. также в других словарях:
προβατεῖαι — προβατεία keeping of sheep fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προβατείαι
2 προβατεῖαι
προβατεῖαι — προβατεία keeping of sheep fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)