-
1 προβατειος
См. также в других словарях:
προβάτειον — of a sheep neut nom/voc/acc sg προβάτειος of a sheep masc acc sg προβάτειος of a sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατείοις — προβάτειον of a sheep neut dat pl προβάτειος of a sheep masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατείου — προβάτειον of a sheep neut gen sg προβάτειος of a sheep masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατείων — προβάτειον of a sheep neut gen pl προβάτειος of a sheep fem gen pl προβάτειος of a sheep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατείῳ — προβάτειον of a sheep neut dat sg προβάτειος of a sheep masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάτεια — προβάτειον of a sheep neut nom/voc/acc pl προβάτειος of a sheep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek