-
1 προ-βακχήϊος
προ-βακχήϊος, ion. poet. für προβάκχειος, bei Eur. Bacch. 407 Beiname des Bacchus, etwa der Anführer der Bacchantinnen, Βάκχαι.
См. также в других словарях:
προβακχήϊος — ό, Α (ιων. τ. τού *προβάκχειος) προσωνυμία τού Διονύσου επειδή ήταν αρχηγός τών βακχευόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βάκχος + κατάλ. ήϊος (αντί ειος)] … Dictionary of Greek