-
1 προαφικνέομαι
-
2 προ-απ-ικνέομαι
προ-απ-ικνέομαι, ion. statt προαφικνέομαι.
См. также в других словарях:
προαφιγμένων — προαφῑγμένων , προαφικνέομαι arrive first perf part mp fem gen pl προαφῑγμένων , προαφικνέομαι arrive first perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφίκετο — προαφί̱κετο , προαφικνέομαι arrive first aor ind mid 3rd sg προαφίκετο , προαφικνέομαι arrive first aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφιγμένην — προαφῑγμένην , προαφικνέομαι arrive first perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφιγμένος — προαφῑγμένος , προαφικνέομαι arrive first perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφιγμένους — προαφῑγμένους , προαφικνέομαι arrive first perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφικομένους — προαφικνέομαι arrive first aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφῖκτο — προαφῖ̱κτο , προαφικνέομαι arrive first plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)