-
1 προαυλεω
-
2 προαυλέω
προ-αυλέω, vorflöten, auf der Flöte präludieren -
3 προαύλιον
προαύλιονneut nom /voc /acc sgπροαύλιον, προαυλέωimperf ind act 3rd pl (doric)προαύλιον, προαυλέωimperf ind act 1st sg (doric)προαύλιον, προαυλέωimperf ind act 3rd pl (doric)προαύλιον, προαυλέωimperf ind act 1st sg (doric) -
4 προαυλούσι
προαυλοῦσι, προαυλέωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric)προαυλοῦσι, προαυλέωpres ind act 3rd pl (attic epic doric) -
5 προαυλοῦσι
προαυλοῦσι, προαυλέωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric)προαυλοῦσι, προαυλέωpres ind act 3rd pl (attic epic doric) -
6 προ-αυλίζομαι
προ-αυλίζομαι, mit dem aor. pass. u. med., sich wo vorlagern, App. Hisp. 25. – Vgl. auch προαυλέω.
-
7 προαυλείν
-
8 προαυλεῖν
-
9 προαυλήσαντες
προαυλήσαντες, προαυλέωaor part act masc nom /voc pl -
10 προαυλίοις
προαύλιονneut dat plπροαυλίοις, προαυλέωpres opt act 2nd sg (doric) -
11 προαυλίων
προαύλιονneut gen plπροαυλίων, προαυλέωpres part act masc nom sg (doric)
См. также в других словарях:
προαύλιον — neut nom/voc/acc sg προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 3rd pl (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 1st sg (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 3rd pl (doric) προαύλιον , προαυλέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλοῦσι — προαυλέω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προαυλοῦσι , προαυλέω pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλεῖν — προαυλέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλήσαντες — προαυλέω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλίοις — προαύλιον neut dat pl προαυλίοις , προαυλέω pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαυλίων — προαύλιον neut gen pl προαυλίων , προαυλέω pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)