-
1 προαρχιερατεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαρχιερατεύω
См. также в других словарях:
προαρχιερατεύω — Α είμαι προηγουμένως αρχιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρχιερατεύω «είμαι αρχιερέας»] … Dictionary of Greek
1 προαρχιερατεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαρχιερατεύω
προαρχιερατεύω — Α είμαι προηγουμένως αρχιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρχιερατεύω «είμαι αρχιερέας»] … Dictionary of Greek