-
1 προαποστήναι
-
2 προαποστῆναι
-
3 προ-αφ-ίστημι
προ-αφ-ίστημι (s. ἵστημι), nur im med. u. in den intrans. tempp., vorher abstehen, abfallen, προαποστάντες τῶν εἰς ἡμᾶς δεινῶν, vor dem Unglück, Thuc. 3, 12, μὴ προαφίστασϑαι πρὶν ἄν, Plat. Phaed. 85 c, προαποστῆναι, Crat. 411 b.
-
4 προαφισταμαι
(fut. προαποστήσομαι, aor. 2 προαπέστην, pf. προαφέστηκα) досл. оставаться позади, отставать, перен. отрекаться, отказыватьсяμέ π., πρὴν ἂν πανταχῆ σκοπῶν ἀπείπῃ τις Plat. — не прекращать усилий, пока не исследуешь всех обстоятельств;
προαποστῆναι τοῦ ἄρχοντος Plut. — сложить с себя обязанности (квестора) до (ухода с поста) проконсула
См. также в других словарях:
προαποστῆναι — προαφίσταμαι secede aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)