-
1 προαποσταλείς
προαποσταλείς, προαποστέλλωsend away: aor part pass masc nom /voc sg -
2 προ-απο-στέλλω
προ-απο-στέλλω, vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.
См. также в других словарях:
προαποσταλείς — προαποστέλλω send away aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)