-
1 προανύω
-
2 προ-ανύτω
См. также в других словарях:
προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] … Dictionary of Greek
1 προανύω
2 προ-ανύτω
προανύτω — ΜΑ, προανύω Μ αποπερατώνω, κατορθώνω κάτι προηγουμένως («τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνύτω/ἀνύω «εκτελώ, φέρνω σε πέρας»] … Dictionary of Greek