-
1 προανοίγω
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω, vorher öffnen -
2 προ-αν-οίγνῡμι
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω (s. οἴγνυμι), vorher öffnen, Sp.
-
3 προανοίγνῡμι
προ-αν-οίγνῡμι u. προανοίγω, vorher öffnen
См. также в других словарях:
προανοίγω — Α ανοίγω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek