Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προαναλωϑῆναι

См. также в других словарях:

  • προαναλωθῆναι — προανᾱλωθῆναι , προαναλίσκω use up aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναλίσκω — Α [ἀναλίσκω] 1. ξοδεύω εκ τών προτέρων 2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.) 3. παθ. προαναλίσκομαι (για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»