-
1 προαναλωθήναι
-
2 προαναλωθῆναι
-
3 προ-ανᾱλίσκω
προ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωϑῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προςαναλίσκω.
-
4 προαναλισκω
(aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать(χρήματα Thuc.; ἀργύριον Dem.)
μέ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. — чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени;π. ἑαυτόν Plut. — губить себя самого -
5 φειδώ
A sparing,νεκύων Il.7.409
; (dub.); ;οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον D.H.8.79
(but τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ consideration for.., S.E.M.2.27); φειδὼς (sic cod. P)τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4
;ὀπώρας φ. ἔστω Orib.Fr.55
; φ. τις ἐγίγνετο.. μὴ προαναλωθῆναι (sc. τὴν εὐπραγίαν) Th.7.81.
См. также в других словарях:
προαναλωθῆναι — προανᾱλωθῆναι , προαναλίσκω use up aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναλίσκω — Α [ἀναλίσκω] 1. ξοδεύω εκ τών προτέρων 2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.) 3. παθ. προαναλίσκομαι (για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν … Dictionary of Greek