-
1 προ-αμύνομαι
προ-αμύνομαι, im voraus abwehren, absol. sich im voraus hüten; προαμύνασϑαι, Thuc. 3, 12; von Etwas, τινός, 6, 38.
См. также в других словарях:
προαμύνασθαι — προαμύ̱νασθαι , προαμύνομαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)