-
1 προ-αθροίζω
προ-αθροίζω, vorhersammeln, Suid. Erkl. von προαλίζω.
См. также в других словарях:
προαλίζω — Α προαθροίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίζω «συνάγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek
προαλίζοντι — προαλίζω pres part act masc/neut dat sg προαλίζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλίσαντας — προαλίζω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλίσαντες — προαλίζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)