Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προαιρετός

См. также в других словарях:

  • προαιρετός — ή, όν, Α [προαιροῡμαι] 1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή 2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • προαιρετά — προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc pl προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc/acc dual προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετόν — προαιρετός deliberately chosen masc acc sg προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρεταί — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετοῖς — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετοῦ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετή — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετήν — προαιρετός deliberately chosen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετῶς — προαιρετός deliberately chosen adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετῷ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρετῶν — προαιρέτης steward masc gen pl προαιρετός deliberately chosen fem gen pl προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»