-
1 προαιρετός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαιρετός
-
2 προαιρετά
προαιρετόςdeliberately chosen: neut nom /voc /acc plπροαιρετά̱, προαιρετόςdeliberately chosen: fem nom /voc /acc dualπροαιρετά̱, προαιρετόςdeliberately chosen: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 προαιρετόν
προαιρετόςdeliberately chosen: masc acc sgπροαιρετόςdeliberately chosen: neut nom /voc /acc sg -
4 προαιρεταί
προαιρετόςdeliberately chosen: fem nom /voc pl -
5 προαιρετή
προαιρετόςdeliberately chosen: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 προαιρετήν
προαιρετόςdeliberately chosen: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 προαιρετών
προαιρέτηςsteward: masc gen plπροαιρετόςdeliberately chosen: fem gen plπροαιρετόςdeliberately chosen: masc /neut gen pl -
8 προαιρετῶν
προαιρέτηςsteward: masc gen plπροαιρετόςdeliberately chosen: fem gen plπροαιρετόςdeliberately chosen: masc /neut gen pl -
9 προαιρετοίς
-
10 προαιρετοῖς
-
11 προαιρετού
-
12 προαιρετοῦ
-
13 προαιρετώ
-
14 προαιρετῷ
-
15 προαιρετώς
-
16 προαιρετῶς
-
17 αὐτοπροαίρετος
αὐτο-προαίρετος, ον,A self-chosen, , cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv.-τως, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108
D.II [voice] Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.;τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον
free will,Olymp.
in Grg.p.264J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπροαίρετος
-
18 προακτός
A f.l. for προαιρετός, Them.Or.11.147d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προακτός
См. также в других словарях:
προαιρετός — ή, όν, Α [προαιροῡμαι] 1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή 2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.) … Dictionary of Greek
προαιρετά — προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc pl προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc/acc dual προαιρετά̱ , προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετόν — προαιρετός deliberately chosen masc acc sg προαιρετός deliberately chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρεταί — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετοῖς — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετοῦ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετή — προαιρετός deliberately chosen fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετήν — προαιρετός deliberately chosen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῶς — προαιρετός deliberately chosen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῷ — προαιρετός deliberately chosen masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιρετῶν — προαιρέτης steward masc gen pl προαιρετός deliberately chosen fem gen pl προαιρετός deliberately chosen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)