Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προαιρετικῶν

См. также в других словарях:

  • προαιρετικῶν — προαιρετικός inclined to prefer fem gen pl προαιρετικός inclined to prefer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»