-
1 προαιρετικών
προαιρετικόςinclined to prefer: fem gen plπροαιρετικόςinclined to prefer: masc /neut gen pl -
2 προαιρετικῶν
προαιρετικόςinclined to prefer: fem gen plπροαιρετικόςinclined to prefer: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
προαιρετικῶν — προαιρετικός inclined to prefer fem gen pl προαιρετικός inclined to prefer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek