Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προαγωγεία

См. также в других словарях:

  • προαγωγεία — προαγωγείᾱ , προαγωγεία pandering fem nom/voc/acc dual προαγωγείᾱ , προαγωγεία pandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγείᾳ — προαγωγείᾱͅ , προαγωγεία pandering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγεία — η, ΝΑ [προαγωγεύω] 1. η ενέργεια τού προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση τού προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά 2. φρ. «προαγωγείας γραφή» (αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγείας — προαγωγείᾱς , προαγωγεία pandering fem acc pl προαγωγείᾱς , προαγωγεία pandering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγείαν — προαγωγείᾱν , προαγωγεία pandering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόρνευσις — καταπόρνευσις, ἡ (Α) [καταπορνεύω] εκπόρνευση, προαγωγεία …   Dictionary of Greek

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγικός — ή, ό / προαγωγικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις») αρχ. 1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία 2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγία — ἡ, Α (πιθ. τ.) αντί προαγωγεία («μαστροπείαν καὶ συναγωγίαν καὶ ἀγωγίαν ὀνομάσας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγή, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»