Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προαγκτηριάζω

См. также в других словарях:

  • προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] …   Dictionary of Greek

  • προαγκτηριάσαντα — προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγκτηριάσαντας — προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»