-
1 προαγκτηριάζω
A tie with a ligature beforehand, Gal.12.521, Aspasia ap. Aët. 16.102(112).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαγκτηριάζω
-
2 προαγκτηριάζω
προ-αγκτηριάζω, mit einem ἀγκτήρ vorher verbinden -
3 προαγκτηριάσαντα
προαγκτηριάζωtie with a ligature beforehand: aor part act neut nom /voc /acc plπροαγκτηριάζωtie with a ligature beforehand: aor part act masc acc sg -
4 προαγκτηριάσαντας
προαγκτηριάζωtie with a ligature beforehand: aor part act masc acc pl
См. также в других словарях:
προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] … Dictionary of Greek
προαγκτηριάσαντα — προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγκτηριάσαντας — προαγκτηριάζω tie with a ligature beforehand aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)