-
1 προίεμαι
med. упускаю; бросаю на произвол, предаю на жертву -
2 προίημι
пускаю вперёд, отпускаю
- προίεμαι
См. также в других словарях:
προίεμαι — προίημι send forth pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροΐεμαι — (AM) 1. απορρίπτω εντελώς, αποβάλλω περιφρονητικά, εγκαταλείπω 2. καταπροδίδω («καταπροέσθαι καταπροδοῡναι», Μέγ. Ετυμολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προΐεμαι «απορρίπτω, προδίδω»] … Dictionary of Greek
προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… … Dictionary of Greek