Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προέχω

  • 1 превалировать

    κυριαρχώ, επικρατώ, υπερισχύω, υπερτερώ, υπερέχω, προέχω, πλεονεκτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превалировать

  • 2 выступать

    выступать
    несов
    1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:
    ·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·
    2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·
    3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):
    \выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·
    4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·
    5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·
    6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выступать

  • 3 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 4 выступать

    ρ.δ.
    1. βλ. выступить.
    2. εξέχω, προεξέχω, προέχω, προεκβάλλω, ξέχω, ξεπέχω.
    3. βαδίζω με αξιοπρέπεια, σοβαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выступать

  • 5 превалировать

    -рую -руешъ
    ρ.δ. (γραπ. λόγος)• υτίερτερώ, υπερέχω, προέχω, εξέχω, επικρατώ• είμαι σε ανώτερη μοίρα.

    Большой русско-греческий словарь > превалировать

  • 6 преобладать

    -ает, μτχ. ενεστ. преобладающий
    ρ.δ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ, προέχω δεσπόζω.

    Большой русско-греческий словарь > преобладать

  • 7 топорщить

    ρ.δ. ανορθώνω, ορθιάζω, στήνω, σηκώνω•

    топорщить щетину ανορθώνω τις τρίχες.

    1. ορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εξέχω, προέχω.
    2. (για ζώα) ορθώνω το τρίχωμα• σηκώνω την καμπούρα, καμπουριάζω• φουσκώνω. || διακλαδίζομαι, απλώνω τα κλωνάρια.
    3. μτφ. καπριτσώνω, αναποδιάζω, κατσιποδιάζω, ιδιο-τροπώ.

    Большой русско-греческий словарь > топорщить

  • 8 торчать

    -чу, -чишь
    ρ.δ.
    1. εξέχω, προέχω. || προβάλλω, φαίνομαι.
    2. τοποθετούμαι• στέκομαι (για αντικείμενα).
    3. είμαι παρών, παρευρίσκομαι. || στριφογυρίζω, περιφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > торчать

См. также в других словарях:

  • προέχω — προέχω hold before pres subj act 1st sg προέχω , προέχω hold before pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το …   Dictionary of Greek

  • προσχόμενον — προέχω hold before aor part mid masc acc sg προέχω hold before aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόντα — προέχω hold before aor part act neut nom/voc/acc pl προέχω hold before aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχόντων — προέχω hold before aor part act masc/neut gen pl προέχω hold before aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχετε — προέχω hold before aor imperat act 2nd pl προέχω hold before aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσχῃ — προέχω hold before aor subj mp 2nd sg προέχω hold before aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχεῖν — προέχω hold before aor inf act (attic epic doric) προσχέω pour to pres inf act (attic epic doric) προσχέω pour to pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχομένη — προέχω hold before aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχοίη — προέχω hold before aor opt act 3rd sg προσχέω pour to pres opt act 3rd sg προσχόω pres opt act 3rd sg προσχώννυμι heap upon pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχοίης — προέχω hold before aor opt act 2nd sg προσχέω pour to pres opt act 2nd sg προσχόω pres opt act 2nd sg προσχώννυμι heap upon pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»