Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πριᾱπίζω

См. также в других словарях:

  • πριαπίζω — και ιων. τ. πριηπίζω Α [Πρίαπος] 1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής 2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • πριαπισμός — Παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις, οι οποίες δημιουργούνται χωρίς γενετήσια επιθυμία και δεν καταλήγουν στην εκσπερμάτιση. Ο π. οφείλεται σε νευροπάθειες και παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. * …   Dictionary of Greek

  • πριαπισταί — οἱ, Α [πριαπίζω] οι λάτρεις τού Πριάπου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»