-
1 πριᾱπίζω
-
2 πριᾱπίζω
πριᾱπίζω, sich wie Priapos (s. nomen pr.) gebährden, geil sein
См. также в других словарях:
πριαπίζω — και ιων. τ. πριηπίζω Α [Πρίαπος] 1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής 2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πριαπισμός — Παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις, οι οποίες δημιουργούνται χωρίς γενετήσια επιθυμία και δεν καταλήγουν στην εκσπερμάτιση. Ο π. οφείλεται σε νευροπάθειες και παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. * … Dictionary of Greek
πριαπισταί — οἱ, Α [πριαπίζω] οι λάτρεις τού Πριάπου … Dictionary of Greek