-
1 Πριαπισκωτός
Πριαπισκωτόςshaped like the membrum virile: masc nom sg -
2 Πριαπισκωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πριαπισκωτός
-
3 πριᾱπισκόω
πριᾱπισκόω, die Gestalt des männlichen Gliedes geben, πριαπισκωτός, von der Gestalt des männlichen Gliedes, Sp.
-
4 πριᾱπισκόω
πριᾱπισκόω, die Gestalt des männlichen Gliedes geben; πριαπισκωτός, von der Gestalt des männlichen Gliedes
См. также в других словарях:
Πριαπισκωτός — shaped like the membrum virile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριαπισκωτός — ή, όν, Α ο κατασκευασμένος σε σχήμα πριαπίσκου, μικρού ανδρικού μορίου, ο όμοιος με ανδρικό αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίσκος + κατάλ. ωτός (πρβλ. λογχ ωτός)] … Dictionary of Greek