-
1 πρευ-μενής
πρευ-μενής, ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῠ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῠς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσϑαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).
-
2 πρευμενής
A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag. 840, E.Hec. 538: abs.,ἴδοιτο.. πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp. 210(207)
; . Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers. 220, 224; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρευμενής
См. также в других словарях:
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek