-
1 πρηστήριος
πρηστήριος, brennend, lodernd, adv., Dion. Areop. 25.
-
2 πρηστήριος
πρηστήριος, brennend, lodernd -
3 πρηστικός
πρηστικός, = πρηστήριος; πρηστικώτατον erkl. Galen. aus Hippocr. ἐμφυσητικώτατον.
См. также в других словарях:
πρηστήριος — ον, ΜΑ [πρηστήρ] αυτός που καίει ή αστράφτει σαν τον κεραυνό. επίρρ... πρηστηρίως Α με καύση … Dictionary of Greek
πρηστηριώδης — ῶδες, Μ [πρηστήριος] αυτός που συνοδεύεται από κεραυνό («πρηστηριώδης ἀστραπή», Γερ. Κων/πόλεως) … Dictionary of Greek