-
1 πρηνής
-
2 πρηνής
Grammatical information: adj.Meaning: `leaning forward, headlong, inclined, steep' (ep. Ion. poet. Il., Arist.).Other forms: πρᾱνής (X. a.o.).Derivatives: πρην-ίζω, aor. - ίξαι, also w. ἀπο-, κατα-, `to throw head over heels, to throw down, to destroy' (hell.); rare - όω, also w. κατα-, `id.' (AP, H.); to this (as backformation?) πρανόν τὸ κατωφερές, πρανές H.Etymology: Not to be seprated from ἀπ-, προσ-ηνής; so it may contain a subst. *ἦνος, *ἆνος n. `face' (cf. Lat. prae-ceps); s. ἀπηνής w. lit. Diff. Bechtel Lex. with Pott: to Lat. prōnus (against this W.-Hofmann s.v.). Older lit. in Bq. -- The Ion. form πρηνής has persevered because of ἀπ-, προσ-, and also σαφ-ηνής in later language (Schwyzer 189).Page in Frisk: 2,594Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρηνής
См. также в других словарях:
Panagia Chalkeon — Die Kirche Panagia Chalkeon (griechisch Παναγία των Χαλκέων Panagia ton Chalkeon, Jungfrau der Kupferschmiede) in Thessaloniki, ist eine byzantinische Kirche aus dem 11. Jahrhundert. Die am Dikastirion Platz nördlich der Egnatia Straße im… … Deutsch Wikipedia
ζυγηδόν — (Α ζυγηδόν) επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά νεοελλ. ως γυμναστικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
θυσανηδόν — (Α) επίρρ. σαν θύσανος, σαν φούντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
κλοτσηδόν — επίρρ. 1. με κλοτσιές, κλοτσώντας 2. μτφ. με άσχημο ή βάναυσο τρόπο («τόν πέταξε έξω κλοτσηδόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσιά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν] … Dictionary of Greek
κυκληδόν — (Α) επίρρ. κυκλικά, με κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek