-
1 πρηνισμός
πρηνισμός, ὁ, das Vorwärtsneigen, Kopfüberwerfen, Zerstören, Orac. Sib.
-
2 πρηνισμός
πρηνισμός, ὁ, das Vorwärtsneigen, Kopfüberwerfen, Zerstören
См. также в других словарях:
πρηνισμός — ο, ΝΑ [πρηνίζω] νεοελλ. 1. στροφική κίνηση τού αντιβραχίου κατά την οποία το άκρο χέρι περιστρέφεται κατά 180° από έξω προς τα μέσα οδηγώντας τον αντίχειρα προς τα μέσα και την παλάμη προς τα κάτω 2. (στην απλομαχητική) α) η ρίψη ολόκληρου τού… … Dictionary of Greek
μπρουμύτισμα — το [μπρουμυτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπρουμυτίζω, ο πρηνισμός, το πέσιμο μπρούμυτα … Dictionary of Greek