-
1 εὔπρακτος
II well-to-do, prosperous, Vett.Val.72.11, Man.1.352.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπρακτος
-
2 πρακτός
A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN 1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M.II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτός
-
3 πρήϊον
A v. πρακτήρ, πράκτης, πρακτός. -
4 ἄπρηκτος
ἄ - πρηκτος ( πρήσσω): without achieving, Il. 14.221; unachieved, fruitless, endless, Il. 2.121, 376; and, in general, of that with which nothing can be successfully done, hopeless, incurable (cf. ἀμήχανος); ὀδύναι, Il. 2.79; of Scylla, ἄπρηκτον ἀνίην, Od. 12.223.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄπρηκτος
См. также в других словарях:
πρηκτός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. πρακτός … Dictionary of Greek
πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… … Dictionary of Greek