-
1 πρεσβυ-γένεθλος
πρεσβυ-γένεθλος, = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
-
2 πρεσβυγένεθλος
πρεσβῠ-γένεθλος, ον,A = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβυγένεθλος
См. также в других словарях:
καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] … Dictionary of Greek
ωκυγένεθλος — ον, Μ αυτός που γεννήθηκε γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + γένεθλος (< γένεθλον, πρβλ. πρεσβυ γένεθλος] … Dictionary of Greek