-
1 πρεσβυγενης
I21) старший, первородныйπ. Ἀντηνορίδης Hom. — первенец Антенора
2) древнейший, извечныйIIὅ старейшина ( в Спарте) Plut. -
2 πρεσβυγενής
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem nom sg -
3 πρεσβυγενής
ης, ες старший, родившийся первым, имеющий право первородства -
4 πρεσβυγενής
πρεσβῠ-γενής, ές,II οἱ π., [dialect] Lacon. for οἱ γέροντες, Plu.Lyc.6, 2.789e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβυγενής
-
5 πρεσβυγενής
πρεσβυ-γενής: first-born, Il. 11.249†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρεσβυγενής
-
6 πρεσβυγενής
πρεσβυ-γενής, ές, älter an Geburt, erstgeboren. Übh. alt -
7 πρεσβυγενεστέρων
πρεσβυγενήςfirst-born: fem gen comp plπρεσβυγενήςfirst-born: masc /neut gen comp pl -
8 πρεσβυγενές
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem voc sgπρεσβυγενήςfirst-born: neut nom /voc /acc sg -
9 πρεσβυγενέας
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem acc pl (epic ionic) -
10 πρεσβυγενή
πρεσβυγενήςfirst-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
11 πρεσβυγενῆ
πρεσβυγενήςfirst-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
12 πρεσβυγενεί
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut dat sg -
13 πρεσβυγενεῖ
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem /neut dat sg -
14 πρεσβυγενείς
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem acc plπρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
15 πρεσβυγενεῖς
πρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem acc plπρεσβυγενήςfirst-born: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
16 πρεσβυ-γένεθλος
πρεσβυ-γένεθλος, = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.
-
17 πρεσβυγένεθλος
πρεσβῠ-γένεθλος, ον,A = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεσβυγένεθλος
См. также в других словарях:
πρεσβυγενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος, πρεσβύτερος στην ηλικία αρχ. 1. παλαιός, προγενέστερος, πανάρχαιος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πρεσβυγενεῑς (λακων. τ.) οι γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ. πρέσβυς + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πρεσβυγενῆ — πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεσβυγενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεστέρων — πρεσβυγενής first born fem gen comp pl πρεσβυγενής first born masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεῖ — πρεσβυγενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρεσβυγενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενεῖς — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl πρεσβυγενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενές — πρεσβυγενής first born masc/fem voc sg πρεσβυγενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενέας — πρεσβυγενής first born masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πρεσβυγένεθλος — ον, Α πρεσβυγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο γένεθλος] … Dictionary of Greek
πρεσβυγένεια — η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [πρεσβυγενής] η ιδιότητα τού πρεσβυγενούς, τού πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια … Dictionary of Greek