-
1 πρεσβήϊον
-
2 πρεσβεῖον
πρεσβεῖον, τό, ion. u. ep. πρεσβήϊον, Ehrengeschenk; πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ ϑήσω, Il. 8, 289; πρεσβεῖα νείμας τῆςδε γῆς, Soph. frg. 19; Μίνῳ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν, Plat. Gorg. 524 a; Plut. sagt τὸ ἀπὸ τοῠ χρόνου πρωτεῖον, ὃ καλεῖται κυρίως πρεσβεῖον, was dem Alter zukommt, wie Poll. 2, 12 πρεσβεῖα, γέρα τὰ τοῖς πρεσβυτέροις δεδομένα; u. so bes. im plur. in sp. Prosa; bei Dem. 36, 34 das, was ein Erbe vor dem andern vorwegnimmt; vgl. οὐ τῷ χρόνῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ δικαίῳ πρεσβεῖον ἔχοιμ' ἂν ἔγωγε τοὔνομα τοῠτ' εἰκότως, 39, 29. – Sp., wie LXX, das Alter.
См. также в других словарях:
πρεσβήιον — πρεσβήϊον , πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβήϊος — ον, Α ιων. τ. 1. σεβάσμιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβήϊον πρεσβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek