-
1 πρεμνόθεν
-
2 πρεμνόθεν
πρεμνόθεν, adv., vom Wurzelende aus -
3 πρυμνόθεν
πρυμνόθεν, adv., = πρύμνηϑεν, vom Schiffshintertheil od. von hinten her; auch wie πρεμνόϑεν, von Grund aus, Οἰδίποδα γένος ὠλέσατε πρυμνόϑεν Aesch. Spt. 1048, μὴ πόλιν πρυμνόϑεν πανώλεϑρον ἐκϑαμνίσητε 71.
-
4 πρυμνόθεν
См. также в других словарях:
πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] … Dictionary of Greek