-
1 πουκρίς
Grammatical information: f.Meaning: `river perch, Perca fluviatilis' (inscr. Acraiphia before 224 - 210 B.C.)Origin: IE [Indo-European] [820] *perḱ- `motley'Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πουκρίς
См. также в других словарях:
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek