Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πραΰνεσϑαι

См. также в других словарях:

  • πραύνεσθαι — πρᾱύ̱νεσθαι , πραύνω make soft pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»