-
1 πραύνεσθαι
πρᾱύ̱νεσθαι, πραύνωmake soft: pres inf mp -
2 ποππυσμός
ποππυσμός, ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσϑαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσϑαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
-
3 ὀργίζω
ὀργίζω, zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσϑαι dem πραΰνεσϑαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσϑ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισϑῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηϑέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
См. также в других словарях:
πραύνεσθαι — πρᾱύ̱νεσθαι , πραύνω make soft pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek