-
1 деловой
деловой πραχτικός; \деловой че ловек ο άνθρωπος της δουλειάς; -ая атмосфера η σοβαρή ατμόσφαιρα* * *делово́й челове́к — ο άνθρωπος της δουλειάς
делова́я атмосфе́ра — η σοβαρή ατμόσφαιρα
-
2 дельный
дельный θετικός, πραχτικός, επιδέξιος; \дельный совет η καλή συμβουλή* * *θετικός, πραχτικός, επιδέξιοςде́льный сове́т — η καλή συμβουλή
-
3 дельный
дельн||ыйприл πρακτικός, πραχτικός, θετικός, σοβαρός (толковый)/ ίκανός, ἐπιδέξιος, τῆς δουλειάς (способный, умелый):\дельный человек θετικός ἀνθρωπος· \дельныйая мысль ἡ πρακτική (или ἡ γόνιμη) ίδέα. -
4 деловой
επ.1. της υπόθεσης,των υπηρεσιακών υποθέσεων, της υπηρεσιακής δουλειάς, υπηρεσιακός•-ое письмо υπηρεσιακό έγγραφο•
-ые связи υπηρεσιακές ή εμπορικές σχέσεις• -όβ•
разговор συνομιλία υπηρεσιακών υποθέσεων•
-день- υπηρεσιακή μέρα•
-ое время ώρα, χρόνος δουλειάς•
-ая поездка ταξίδι υπηρεσιακού χαρακτήρα.
|| πραχτικός•-ое обсуждение πραχτική συζήτηση•
-ое руководство πραχτική καθοδήγηση.
2. έμπειρος, γνώστης. || πολυάσχολος, πολυμέριμνος. || εμπορικός•-ые круги εμπορικοί κύκλοι.
3. χρήσιμος• εύχρηστος. -
5 дельный
επ.1. πραχτικός, έμπειρος, γνώστης.2. πραγματικός, ουσιαστικός, πραχτικά ωφέλιμος.3. χρήσιμος• εύχρηστος.
См. также в других словарях:
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
παιδομετρία — παιδομετρία, η και παιδομετρική, η πραχτικός κλάδος της πειραματικής παιδαγωγικής και παιδολογίας που ασχολείται με τη μέτρηση των μερών του σώματος και των ψυχικών δεξιοτήτων των παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)