-
1 πραυμενώς
-
2 πραυμενῶς
См. также в других словарях:
πραυμενῶς — πραυμενής of gentle spirit adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek