Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρατήριο(ν)

См. также в других словарях:

  • πρατήριο — το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ] νεοελλ. 1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης») 2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για… …   Dictionary of Greek

  • πρατήριο — το 1. κατάστημα όπου πουλιούνται ορισμένα είδη: Πρατήριο άρτου. 2. κατάστημα απ όπου τα μέλη συνεταιρισμού προμηθεύονται διάφορα είδη: Πρατήρια γεωργικών συνεταιρισμών. – Πρατήρια στρατού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλαταποθήκη — η 1. αποθήκη αλατιού 2. πρατήριο αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + αποθήκη] …   Dictionary of Greek

  • αλοπώλιον — ἁλοπώλιον, το (Α) πρατήριο αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλοπώλης < ἁλο * (< ἅλς, ός) + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπωλείο — το κατάστημα, πρατήριο όπου πουλιέται λάδι …   Dictionary of Greek

  • ζυθοπωλείο — το πρατήριο ζύθου, κατάστημα, κέντρο όπου προσφέρεται ζύθος, μπιραρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. ζυθοπωλείον μαρτυρείται από το 1837 στον Βασίλ. Κιατίπη] …   Dictionary of Greek

  • καπνοπρατήριο — το πρατήριο χονδρικής πώλησης τσιγάρων, πούρων και κατεργασμένου καπνού …   Dictionary of Greek

  • καπνοπωλείο — το κατάστημα ή πρατήριο πώλησης κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. καπνοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»