-
1 πρασοειδης
См. также в других словарях:
πρασοειδής — ές, Α αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + ειδής*] … Dictionary of Greek
1 πρασοειδης
πρασοειδής — ές, Α αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + ειδής*] … Dictionary of Greek