-
1 πρασο-ειδής
πρασο-ειδής, ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.
-
2 πρασοειδής
πρασο-ειδής, ές, lauchähnlich
См. также в других словарях:
πρασοειδής — ές, Α αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + ειδής*] … Dictionary of Greek