1 πρασιανός
πρασιανός, = πράσινος, M. Ant. 1, 5.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πρασιανός
πρασιανός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασιανός — όν, Α πράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κατάλ. ιανός (πρβλ. ταυρ ιανός)] … Dictionary of Greek