-
1 πραγματο-ειδής
πραγματο-ειδής, ές, voll von Geschäften, mühsam, Hippocr. Vgl. πραγματώδης.
См. также в других словарях:
πραγματώδης — laborious masc/fem acc pl (attic epic doric) πραγματώδης laborious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πραγματώδης laborious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματώδης — ῶδες, Α [πρᾶγμα, ατος] 1. ο πραγματοειδής* 2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικός («οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῑν τοῡ κακῶς», Φιλόδ.). επίρρ... πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ πράγματι … Dictionary of Greek
πραγματωδέστερον — πραγματώδης laborious adverbial comp πραγματώδης laborious masc acc comp sg πραγματώδης laborious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματῶδες — πραγματώδης laborious masc/fem voc sg πραγματώδης laborious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδεστάτη — πραγματώδης laborious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδέστερα — πραγματώδης laborious neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδέστερος — πραγματώδης laborious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδῶν — πραγματώδης laborious masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδῶς — πραγματώδης laborious adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδεστέρα — πραγματωδεστέρᾱ , πραγματώδης laborious fem nom/voc/acc comp dual πραγματωδεστέρᾱ , πραγματώδης laborious fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματωδεστέραν — πραγματωδεστέρᾱν , πραγματώδης laborious fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)