Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πραγματικός

  • 61 истый

    επ.
    γνήσιος, αληθινός, πραγματικός, βέρος, με τα όλα του•

    истый учёный επιστήμονας όπως πρέπει.

    || μανιώδης• ένθερμος• — охотник μανιώδης κυνηγός.

    Большой русско-греческий словарь > истый

  • 62 наличный

    επ.
    υπαρκτός, υπάρχων πραγματικός. || με σημ. ουσ. πλθ. χρήματα, υπάρχοντα χρήματα ρευστό χρήμα χρήμα στο χέρι.
    εκφρ.
    наличный расчт – λογαριασμός σε χρήμα, τοις μετρητοίς•
    за наличный расчт – επι αμέσου καταβολής χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > наличный

  • 63 неподдельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    μη πλαστός απαραποίητος έγκυρος, γνήσιος, πραγματικός• ακίβδηλος, απαραχάρακτος. || ειλικρινής• απροσποίητος, φυσικός.

    Большой русско-греческий словарь > неподдельный

  • 64 нереальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    μη πραγματικός, ανύπαρκτος, φανταστικός• ανεδαφικός. || απραγματοποίητος.

    Большой русско-греческий словарь > нереальный

  • 65 подлинный

    επ., βρ: -линен, -линна, -линна
    1. πρωτότυπος, αρχέτυπος, πρωτόγραφος.
    2. αληθινός, πραγματικός• γνήσιος• αυθεντικός.
    εκφρ.
    с -ым верно – ακριβές αντίγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > подлинный

  • 66 полновесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    κανονικού βάρους• γνήσιος•

    -ая монета γνήσιο νόμισμα.

    || μεγάλος, βαρύς•

    -ые брвна βαριά κούτσουρα.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ая пощчина γερός μπάτσος.

    || σημαντικός, σοβαρός•

    -ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.

    || μτφ. πραγματικός• πλήρης•

    -ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.

    Большой русско-греческий словарь > полновесный

  • 67 правдивый

    επ., βρ: -див, -а, -о.
    1. φιλαλήθης•

    правдивый человек φιλαλήθης άνθρωπος.

    2. αληθινός, πραγματικός.• правдивый рассказ αληθινό διήγημα.

    Большой русско-греческий словарь > правдивый

  • 68 правильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σωστός, ορθός•

    -ое произношение σωστή προφορά•

    правильный ответ σωστή απάντηση.

    || κανονικός, αρμονικός•

    -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.

    || ομαλός•

    правильный глагол ομαλό ρήμα•

    -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.

    2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.
    3. ρυθμικός•

    -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.

    4. συμμετρικός•

    правильный нос κανονική μύτη.

    εκφρ.
    правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.
    επ.
    ομαλυντικός• λειαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > правильный

  • 69 придуманный

    επ. από μτχ.
    επινοημένος. || αφύσικος, μη πραγματικός.

    Большой русско-греческий словарь > придуманный

  • 70 природный

    επ.
    1. φυσικός•

    -ые богатства Греции ο φυσικός πλούτος της Ελλάδας•

    природный газ φυσικό αέριο.

    2. έμφυτος, σύμφυτος, από τη φύση•

    -ые способности έμφυτες ικανότητες.

    3. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•

    природный дворянин γνήσιος ευγενής.

    Большой русско-греческий словарь > природный

  • 71 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 72 совершенный

    επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.
    1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•

    -ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.

    2. πλήρης, απόλυτος•

    -ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•

    -ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.

    || πραγματικός, γνήσιος.
    3. παλ. ενήλικος.
    επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο.

    Большой русско-греческий словарь > совершенный

  • 73 справедливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    δίκαιος•

    справедливый судья δίκαιος δικαστής•

    -ое дело δίκαιη υπόθεση.

    || σωστός, ορθός•

    -ое решение δίκαιη απόφαση.

    || δικαιολογημένος•

    справедливый гнев δικαιολογημένος θυμός.

    || πραγματικός, αληθινός.
    εκφρ.
    - ке войны – δίκαιοι πόλεμοι (οι εθνικοαπελευθερωτικοί)

    Большой русско-греческий словарь > справедливый

  • 74 сущий

    -ая, -ее
    επ.,
    1. παλ. πραγματικός, αληθινός.
    2. ουσ. ουδ. -ее (φιλοσ.) ύπαρξη, πραγματικότητα, το είναι.

    Большой русско-греческий словарь > сущий

  • 75 фактический

    επ.
    πραγματικός, αληθινός•

    -ое событие πραγματικό γεγονός•

    -ие данные τα πραγματικά δεδομένα ή στοιχεία•

    фактический материал υλικά στηριζόμενα στην πραγματικότητα•

    -ое положение вещей η αληθινή κατάσταση τωνπραγμάτων.

    εκφρ.
    фактический срак – γάμος μη νομιμο-πο ιημένος.

    Большой русско-греческий словарь > фактический

  • 76 фактичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно (γραπ. λόγος) πραγματικός.

    Большой русско-греческий словарь > фактичный

  • 77 чистокровный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. καθαρόαιμος (από μη διασταύρωση)•

    чистокровный жеребец καθαρόαιμο πουλάρι.

    2. γνήσιος, πραγματικός, καθαρός.

    Большой русско-греческий словарь > чистокровный

  • 78 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

См. также в других словарях:

  • πραγματικός — fit for action masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»