-
61 истый
επ.γνήσιος, αληθινός, πραγματικός, βέρος, με τα όλα του•истый учёный επιστήμονας όπως πρέπει.
|| μανιώδης• ένθερμος• — охотник μανιώδης κυνηγός. -
62 наличный
επ.υπαρκτός, υπάρχων πραγματικός. || με σημ. ουσ. πλθ. χρήματα, υπάρχοντα χρήματα ρευστό χρήμα χρήμα στο χέρι.εκφρ.наличный расчт – λογαριασμός σε χρήμα, τοις μετρητοίς•за наличный расчт – επι αμέσου καταβολής χρημάτων. -
63 неподдельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμη πλαστός απαραποίητος έγκυρος, γνήσιος, πραγματικός• ακίβδηλος, απαραχάρακτος. || ειλικρινής• απροσποίητος, φυσικός. -
64 нереальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноμη πραγματικός, ανύπαρκτος, φανταστικός• ανεδαφικός. || απραγματοποίητος. -
65 подлинный
επ., βρ: -линен, -линна, -линна1. πρωτότυπος, αρχέτυπος, πρωτόγραφος.2. αληθινός, πραγματικός• γνήσιος• αυθεντικός.εκφρ.с -ым верно – ακριβές αντίγραφο. -
66 полновесный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноκανονικού βάρους• γνήσιος•-ая монета γνήσιο νόμισμα.
|| μεγάλος, βαρύς•-ые брвна βαριά κούτσουρα.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός, γερός•-ая пощчина γερός μπάτσος.
|| σημαντικός, σοβαρός•-ые доводы σοβαρά επιχειρήματα.
|| μτφ. πραγματικός• πλήρης•-ое счастье πλήρης ευτυχία• ευδαιμονία.
-
67 правдивый
επ., βρ: -див, -а, -о.1. φιλαλήθης•правдивый человек φιλαλήθης άνθρωπος.
2. αληθινός, πραγματικός.• правдивый рассказ αληθινό διήγημα. -
68 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
69 придуманный
επ. από μτχ.επινοημένος. || αφύσικος, μη πραγματικός. -
70 природный
επ.1. φυσικός•-ые богатства Греции ο φυσικός πλούτος της Ελλάδας•
природный газ φυσικό αέριο.
2. έμφυτος, σύμφυτος, από τη φύση•-ые способности έμφυτες ικανότητες.
3. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•природный дворянин γνήσιος ευγενής.
-
71 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
72 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
73 справедливый
επ., βρ: -лив, -а, -оδίκαιος•справедливый судья δίκαιος δικαστής•
-ое дело δίκαιη υπόθεση.
|| σωστός, ορθός•-ое решение δίκαιη απόφαση.
|| δικαιολογημένος•справедливый гнев δικαιολογημένος θυμός.
|| πραγματικός, αληθινός.εκφρ.- ке войны – δίκαιοι πόλεμοι (οι εθνικοαπελευθερωτικοί) -
74 сущий
-ая, -ееεπ.,1. παλ. πραγματικός, αληθινός.2. ουσ. ουδ. -ее (φιλοσ.) ύπαρξη, πραγματικότητα, το είναι. -
75 фактический
επ.πραγματικός, αληθινός•-ое событие πραγματικό γεγονός•
-ие данные τα πραγματικά δεδομένα ή στοιχεία•
фактический материал υλικά στηριζόμενα στην πραγματικότητα•
-ое положение вещей η αληθινή κατάσταση τωνπραγμάτων.
εκφρ.фактический срак – γάμος μη νομιμο-πο ιημένος. -
76 фактичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно (γραπ. λόγος) πραγματικός. -
77 чистокровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. καθαρόαιμος (από μη διασταύρωση)•чистокровный жеребец καθαρόαιμο πουλάρι.
2. γνήσιος, πραγματικός, καθαρός. -
78 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.
См. также в других словарях:
πραγματικός — fit for action masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)