-
1 πραγματικος
I31) сведущий в государственных делах, политически опытный(βασιλεύς Polyb.)
2) дельный, т.е. боевой(πλήθη Polyb.)
3) укрепленный, крепкий(τάξις Polyb.)
4) сильный, энергичный5) деловой, разумный(λόγος Polyb.)
6) основанный на фактах, прагматический(τρόπος τῆς ἱστορίας и ἱστορία Polyb.)
IIὅ1) опытный государственный деятель, искусный политик Polyb.2) законовед, поверенный, адвокат Cic., Juv. -
2 πραγματικός
-
3 πραγματικός
[прагматикос] ея. действительный, реальный, фактический. -
4 ψευδεπιγραφος
2досл. ложно подписанный, перен. облыжно именуемый, мнимый(ὅ πραγματικὸς τρόπος Polyb.; φιλόσοφος Plut.)
См. также в других словарях:
πραγματικός — fit for action masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)