-
1 πραγματευτών
-
2 πραγματευτῶν
См. также в других словарях:
πραγματευτῶν — πραγματευτής business representative masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματευτικός — ή, όν, Α [πραγματεύομαι] 1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις 2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες. επίρρ... πραγματευτικῶς Α κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων … Dictionary of Greek