Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πραγματευτῶν

См. также в других словарях:

  • πραγματευτῶν — πραγματευτής business representative masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματευτικός — ή, όν, Α [πραγματεύομαι] 1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις 2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες. επίρρ... πραγματευτικῶς Α κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»